- ξυμμείκτοις
- συμμείκτοις , σύμμεικτοςcommingledmasc/fem/neut dat plσυμμείκτοις , σύμμικτοςmasc/fem/neut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυανδρώ — έω, Α [πολύανδρος] έχω πολλούς κατοίκους («ὄχλοις ξυμμείκτοις πολυανδροῡσιν αἱ πόλεις», Θουκ.) … Dictionary of Greek